- φυλακώνω
- Ν [φυλακή]1. φυλακίζω, κλείνω κάποιον στη φυλακή2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φυλακωμένος, -η, -οφυλακισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλακώνω — φυλάκωσα, φυλακώθηκα, φυλακωμένος, βλ. φυλακίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλακίζω — φυλάκισα, φυλακίστηκα, φυλακισμένος, και φυλακώνω φυλάκωσα, φυλακώθηκα, φυλακωμένος 1. μτβ., κλείνω κάποιον στη φυλακή, τον φυλακώνω, τον κλείνω μέσα. 2. τιμωρώ με την ποινή της φυλάκισης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλάκωμα — το, Ν [φυλακώνω] φυλάκιση, εγκλεισμός στη φυλακή … Dictionary of Greek
φυλακωμένος — η, ο, Ν βλ. φυλακώνω … Dictionary of Greek
φυλακωτός — ή, ό, Ν [φυλακώνω] φυλακωμένος … Dictionary of Greek
φυλακωμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του φυλακώνω (βλ. λ.), ο φυλακισμένος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)